- ἀπαφρίζω
- ἀπαφρίζω (ἀφρίζω ‘to foam’; Galen, CMG V 4, 2 p. 120, 3; 125, 21; Oribas. 5, 33, 4; Geopon. 8, 29; 32) cast off like foam τὶ Jd 13 v.l.—DELG s.v. ἀφρός.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
απαφρίζω — ἀπαφρίζω (Α) 1. αφαιρώ τον αφρό 2. βγάζω αφρούς … Dictionary of Greek
ἀπαφρίσαι — ἀπαφρίζω skim aor inf act ἀπαφρίσαῑ , ἀπαφρίζω skim aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίσαντα — ἀπαφρίζω skim aor part act neut nom/voc/acc pl ἀπαφρίζω skim aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρισθέν — ἀπαφρίζω skim aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρισθέντος — ἀπαφρίζω skim aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίζεται — ἀπαφρίζω skim pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίζοντες — ἀπαφρίζω skim pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίζων — ἀπαφρίζω skim pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίσαντας — ἀπαφρίζω skim aor part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπαφρίσαντες — ἀπαφρίζω skim aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαπαφρίζω — Α αφαιρώ τον αφρό εκ τών προτέρων («μέλι προαπηφρισμένον», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀπαφρίζω «αφαιρώ τον αφρό»] … Dictionary of Greek